-
1 συμμετρία
συμμετρ-ία, ἡ,A commensurability, opp. ἀσυμμετρία, Arist.Metaph. 1061b1, cf. 1004b11, EN 1133b18; πρὸς τὴν σ. τῶν καθ' ἡμᾶς ἀνθρώπων in comparison with, measured by the standard of.., PMonac.6.39 (vi A.D.).II symmetry, due proportion, one of the characteristics of beauty and goodness, βίου συμμετρίῃ by harmony of life, Democr. 191, cf. Pl.Phlb. 64e sq.; ἡ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν ς. Id.R. 530a; ἡ πρὸς ἄλληλα ς. Id.Sph. 228c; of exercise to food, Hp.Vict.1.2;τροφῆς καὶ ἀέρος Thphr.CP2.9.13
;σ. τῶν λαμβανομένων Sor.1.94
;σιτίων τε καὶ πομάτων Gal.6.7
;τῶν φαρμάκων Id.13.988
; κατὰ μίαν ς. in a fixed proportion, Id.6.272; παρὰ τὴν ς. out of proportion, Arist.Pol. 1308b12; but σ. πρός τι, also, proportion calculated to produce.., Pl.Ti. 66d; ἡ τῶν καλῶν ς. Id.Sph. 235e;ὑγίειαν ἐν.. σ. θερμῶν καὶ ψυχρῶν τίθεμεν Arist.Ph. 246b5
, cf. Gal.6.13,15, al.; ἡ τοῦ τῶν γάμων χρόνου ς. suitability, Pl.Lg. 925a: pl., αἱ ς. the proportions, Id.Ti. 87d, Sph. 235d, 236a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμετρία
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Πράσινο Ακρωτήριο — Συγκρότημα νησιών στις δυτικές ακτές της Αφρικής, δυτικά της Σενεγάλης.Tο αρχιπέλαγος του Πράσινου Aκρωτηρίου είναι μια πρώην αποικιακή κτήση της Πορτογαλίας με το όνομα Nησιά του Πράσινου Aκρωτηρίου, στα ανοιχτά των δυτικών ακτών της Aφρικής,… … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek